γελέκι

γελέκι
γελέκο τό , γελέκος ο жилет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γελέκι" в других словарях:

  • γελέκι — και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο 1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά 2. τα γελέκια το πανωκόρμι της φουστανέλας 3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» τον κουτσομπολεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < …   Dictionary of Greek

  • γελέκι — το βλ. γιλέκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ilic — ILÍC, ilice, s.n. Pieptar (ţărănesc) fără mâneci, cu revere, încheiat în faţă, confecţionat de obicei din postav roşu sau negru ori din dimie albă (şi împodobită cu găitane). – Din tc. yelek. Trimis de gall, 25.12.2008. Sursa: DEX 98  ilíc s. n …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»